εκμεταλλευτικός

εκμεταλλευτικός
η , ό[ν] эксплуататорский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκμεταλλευτικός" в других словарях:

  • εκμεταλλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμετάλλευση, που γίνεται για εκμετάλλευση …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλευτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμετάλλευση (βλ. λ.), που γίνεται για εκμετάλλευση: Εκμεταλλευτική εταιρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»